- ὑποδάμνημι
- ὑπο-δάμνημι: only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποδάμνημι — και αιολ. υποδάμναμι, Α 1. μέσ. ὑποδάμναμαι υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.) 2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα 3. φρ.… … Dictionary of Greek
υποδάμναμαι — Α βλ. ὑποδάμνημι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δάμναμαι «δαμάζω»] … Dictionary of Greek